ξενόφωνος

ξενόφωνος
-η, -ο (Α ξενόφωνος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που μιλά με ξενική προφορά
2. ξενόγλωσσος
αρχ.
αυτός που μιλά ή ηχεί παράξενα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -φωνος (< φωνή), πρβλ. μεγαλό-φωνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ξενόφωνον — ξενόφωνος speaking masc/fem acc sg ξενόφωνος speaking neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… …   Dictionary of Greek

  • ξενοφωνία — η (Α ξενοφωνία) [ξενόφωνος] νεοελλ. διαταραχή τής ομιλίας κατά την οποία παρατηρείται στη φωνή ξενική προφορά αρχ. παράξενη φωνή ή ομιλία …   Dictionary of Greek

  • ξενοφωνώ — ξενοφωνῶ, έω (Α) [ξενόφωνος] 1. μιλώ ή ηχώ παράξενα 2. λέγω παράξενα, παράδοξα πράγματα 3. παθ. ξενοφωνοῡμαι, έομαι α) ακούω παράξενες φωνές («ταράττονται ξενοφωνούμενα», Κύριλλ.) β) καταπτοούμαι από παράδοξες εκφράσεις …   Dictionary of Greek

  • φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”